ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
«Θαύμα Ιδέσθαι»
Γράφει η Πέρσα Κουμούτση
Σπαραχτική, με ψήγματα ανεπαίσθητου σαρκασμού και ειρωνείας, οξυδερκής, υπαινικτική και αμφισβητική θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς την ποίηση της Αθηνάς Παπαδάκη στη νέα της ποιητική συλλογή με τον τίτλο, που εύστοχα επέλεξε, «Θαύμα Ιδέσθαι». Θαύμα που παρατηρεί η ίδια με ένα μίγμα αμέριστης προσοχής, δέους, αλλά και καχυποψίας ταυτόχρονα. Με διάθεση αυστηρά επικριτική, αλλά και μιας υπολανθάνουσας ή άδηλης επιθυμίας να το διερευνήσει βαθύτερα, εντονότερα. Η «έκπληξη» της ζωής και του έρωτα, που μετέχει πάντα δυο όψεων, της σκληρότητας και της τρυφερότητας, της ακαμψίας και της ρευστότητας, της ηδύτητας αλλά και του πόνου. Κι είναι αυτές οι δυο όψεις που κυριαρχούν στην ποίηση της, γιατί, αν διαβάσει κανείς με προσοχή τους στίχους της, ειδικά στα δυο πρώτα μέρη της συλλογής, θα διακρίνει ότι πέρα από την ίδια αυτή σπαραχτική φωνή, πέρα από την αίσθηση της απογοήτευσης και της ματαίωσης που ανιχνεύει ο αναγνώστης στις σελίδες της, η ουσία διέπεται από μια εσωτερική, αδιαφανή σχεδόν λαχτάρα, που επιθυμεί να ξεπηδήσει στην επιφάνεια, παρά τις ενστάσεις της ίδιας της ποιήτριας. Και ενώ το έχει αποφασίσει ότι θα είναι αυστηρή, καταγγελτική, δεικτική ενδεχομένως, απέναντι στα ζητήματα της ζωής και τις διαψεύσεις της, πίσω από την επιφανειακή σκληρότητα, ελλοχεύει μια τέτοια ευαισθησία, ξεχειλίζει μια τέτοια τρυφερότητα, που μόνο μια γυναίκα μπορεί να αποτυπώσει στο χαρτί. Στη μικρή αυτή συλλογή και μικρών σε μέγεθος ποιημάτων, αποτυπώνει την έκπληξη της για τη ζωή, τον έρωτα και τον χρόνου που πέρασε, ιδωμένα, ωστόσο, με τα μάτια της πείρας, της αυτογνωσίας και της αυτεπίγνωσης. Γιατί και η πείρα έχει κι αυτή τον πρωταρχικό της λόγο στη συγκεκριμένη συλλογή, προσδίδοντας στις έννοιες που πραγματεύεται τη φιλοσοφική τους διάσταση και τη θεώρηση της ίδιας της ποιήτριας σε μια πιο ώριμη πια ηλικία, όχι τόσο βιολογική, αλλά βιωματική.
Από τους πρώτους κιόλας στίχους της, στο πρώτο μέρος της συλλογής, που φέρει τον τίτλο «Απόκρυφα Λουτρά», εμπνευσμένοι από την ενότητα έργων του ντε Κίρικο, μας εισάγει σε αυτές τις αντίθετες και αντιφατικές όψεις, ανατρέποντας αριστοτεχνικά την πεζή καθημερινότητα, καθιστώντας τη θαυμαστή, περίβλεπτη. Με τα μάτια στραμμένα στο έδαφος του σπιτιού της, για παράδειγμα, το διαπερνά, ακυρώνοντας τη συμπαγή του επιφάνεια ή μεταμορφώνοντας τη σε υγρό στοιχείο, σε μια θάλασσα που διαβρώνει τη σκληρότητα και την ακαμψία του χρόνου και που μέσα της, ακόμα κι αν δεν το επιθυμεί , δεν μπορεί παρά να χαθεί, να βυθιστεί. Η υγρασία της ζωής που θέλει να τη διαπεράσει, ακόμα κι αν αυτή παριστάνεται ως τιμωρός, ως «υγρός δήμιος». «Άνοιξαν τα σανίδια, τους ρόζους, σαν καταπακτές/ και γλίστρησα/ στις τσουλήθρες των υδάτων/ φθάνοντας ως τα βαθιά γεράματα της πόλης./ Αργά είδα τα πόδια μου, νωπά, έτσι όπως άγγιζαν αλλοτινής ζωής δροσιά.»
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, με τον τίτλο «Θυρίδες αινιγμάτων», η ποιήτρια συνεχίζει να οραματίζεται το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα, το κύμα που ευελπιστεί να διαβρώσει, να σπάσει το δίχτυ του καιρού και να το εξαφανίσει, αποκαλύπτοντας εξαρχής «το χρυσαφένιο δακτυλίδι του». Έπειτα είναι και εκείνο το φως, που φθίνει/ξεθωριάζει, εξαφανίζοντας άτσαλα τα αλλοτινά μας όνειρα, βαθαίνοντας πιο πολύ τις πληγές του χρόνου που «περνά την αγαπημένη του, μπρισίμι, από του σκότους το βελόνι». Θα έλεγα ότι το μαγικό στοιχείο και η παραμυθία διέπουν τις δυο ενότητες αντίστοιχα υπογραμμίζοντας κι αναδεικνύοντας την αλληγορική, υπερρεαλιστική διάσταση των στίχων. Ενώ, το τρίτο μέρος, που τιτλοφορείται «Έναστροι», και είναι μεγαλύτερο σε έκταση από τα άλλα, θα το χαρακτήριζα ως ένα μικρό φόρο τιμής σε πρόσωπα από το παρελθόν, που φέρουν όμως χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου: Ο Ιησούς, η Αθηνά, ο Θησέας, η Ιφιγένεια, ο Βάκχος πρόσωπα ιστορικά, κι άλλα δανεισμένα από τα παραμύθια, όπως η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ξεπηδούν από τις σελίδες τους, για να περιπλανηθούν στις δαιδαλώδεις ατραπούς της ίδιας της ζωής, που αποτυπώνεται εντέχνως στο πρόσωπο της σύγχρονης πόλης: μιας σύγχρονης Αθήνας που δε φέρει πια τίποτα από τα παλιά της χαρακτηριστικά, μια πόλη με άγνωστο κι αποκρουστικό προσωπείο. Παρόλα αυτά η ποιήτρια παίρνει τον αναγνώστη της από το χέρι και μαζί του περιπλανιέται στα σκυθρωπά δρομάκια της, τον ξεναγεί στις εξαθλιωμένες γειτονιές και τους βρόμικους δρόμους της.. Οι «αστικές» της βόλτες, δεν είναι παρά η σκληρή αποτίμηση των ημερών, και των προσώπων, που μοιάζουν βγαλμένα από τα σπλάχνα της ή σαν πρόσωπα αποτυπωμένα σε πίνακες πλανόδιων ζωγράφων. Άνθρωποι κυρτωμένοι από τα άλγη, ακυρωμένοι. Πρόσωπα που κοιτάζουν με βλέμματα κενά ή απλανή «τις οδομαχίες των αδέσποτων σκύλων» Ενώ «Οι συμφορές στα ρούχα του/ μαύρες τρύπες άνοιγαν/ απ’ όπου την παλάμη έβγαζε να διακονεύει./ Από τις αστραπές». Άνθρωποι ανώνυμοι, που έρχονται και φεύγουν στο κέντρο της πόλης, στο κέντρο του βίου, και έπειτα εξαφανίζονται αθόρυβα.. Ωστόσο, πέρα από την επιφανειακή ανυπαρξία τους και πίσω από την ασχήμια, την αλλοτρίωση και την κατάντια της σύγχρονης ετούτης πόλης, η ποιήτρια έρχεται για να μας ξαφνιάζει και πάλι με τον τελευταίο στίχο της, στον οποίο την εξυμνεί και την δοξάζει, αποκαλώντας τη: «Λεπτότατη του έαρος, Αθήνα μου». Οι κοινωνικοί προβληματισμοί αν και είναι περισσότερο εμφανείς σε αυτό το μέρος, διέπουν σχεδόν το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής.
Όσο για το λόγο της Αθηνάς Παπαδάκη, θα έλεγα πως είναι σύντομος, κοφτός, αισθαντικός, σε κάποια σημεία σχεδόν ασθματικός, πυκνός όμως πάντα σε νοήματα και υπαινιγμούς για ότι συνιστά τη ζωή και το χρόνο, αλλά κυρίως το άτομο που χάνεται στη δίνη του.