ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ
- κείμενο: diastixo.gr
της Μάγδας Τσιρογιάννη
Πιάνω το ποίημα προσεκτικά και το ανοίγω προσπαθώντας ν’ ακούσω τη φωνή του και να αισθανθώ τα νοήματα, δηλαδή τις ρίζες και την απήχηση της γραφής. Στην κυρίαρχη ιδεολογία του ελεύθερου στίχου, αυτό που φαινόταν ότι θα ελευθέρωνε τη δημιουργία από την τυραννία των παραδεδομένων τρόπων (ομοιοκαταληξία και μέτρο) έκανε την ποίηση ξέφραγο αμπέλι και μας γέμισε με εσωτερικούς μονολόγους σε διακεκομμένες αράδες. Ανούσιο μορμύρισμα, λεκτικά στιγμιότυπα, κινούμενη άμμος όπου οι –ομολογουμένως ευφυείς, πολλές φορές– μεταφορές σαρώνονται από την απουσία οποιουδήποτε ουσιαστικού πεδίου αναφοράς, αφήνοντας το πολύ πολύ μια ισχνή αίσθηση που προορίζεται να σβήσει. Βεβαίως δεν είναι κατακριτέα η ανάγκη της έκφρασης, όμως λίγες εκφράσεις λειτουργούν.
ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ
Όταν οι άλλοι
με άρματα και σπαθιά
πολεμούσαν.
Εκείνος έστρωσε
το μανδύα στα κύματα
και πέρασε τον Ωκεανό.
Με το αλάτι τριγύρω του
να μετατρέπεται
αργά σε μάρμαρο.
Άγαλμα έγινε στους αιώνες
που τα σκυλιά στη βάση του
κατουρούσαν.
Το ποίημα «Ανδριάντας» της Αθηνάς Παπαδάκη, διαρθρωμένο με τρεις τελείες σε τρία σύνολα ακολουθούμενα από τρεις καταληκτικούς στίχους, ορίζει αργό βηματισμό. Ο μανδύας που εκείνος «έστρωσε/ στα κύματα/ και πέρασε τον Ωκεανό» μου φέρνει στον νου το μαντίλι που έδωσε η μυθική θαλάσσια θεότητα Λευκοθέα στον Οδυσσέα κι εκείνος το άπλωσε στο στήθος του και σώθηκε στην τρικυμισμένη θάλασσα. Οι τρεις πρώτοι στίχοι με παραπέμπουν σε πολεμικές σκηνές της ηρωικής εποχής και το κεφαλαίο Ωμέγα, στη λέξη Ωκεανός, με οδηγεί στον χώρο της ελληνικής μυθολογίας. Στο τρίτο σύνολο, με το αλάτι που μετατρέπεται αργά σε μάρμαρο, παρακολουθώ τη μεταστοιχείωση από κάτι ρευστό και λίγο (νερό και αλάτι) σε κάτι στέρεο και συμπαγές (το μαρμάρινο άγαλμα). Τέλος, οι δύο καταληκτικοί στίχοι με προσγειώνουν στη δεύτερη κατώτερη φυσική λειτουργία των θηλαστικών και μου υπενθυμίζουν την ευαγγελική ρήση, να μη δίνουμε τον άρτο στα σκυλιά, οδηγώντας τη σκέψη μου στον Χριστό, αφού κι εκείνος περπάτησε πάνω στα κύματα. Τι συναποκομίζω, λοιπόν, από την αφήγηση των τριών πρώτων μερών και τους δυο τελευταίους στίχους με τη ρητή ανατροπή, τόσο προσφιλή στα λογοτεχνικά ήθη;
Προσπαθώντας να εμβαθύνω στον ελλειπτικό, αποσπασματικό, κοφτό και άκρως φειδωλό τρόπο έκφρασης της ποιήτριας, προσεγγίζω τις δύο λέξεις του τίτλου. Το ουσιαστικό θαύμα με οδηγεί στις λέξειςθαυμάζω, θαμπώνομαι, θάμβος, θεώμαι και η λέξη ιδέσθαι, από το αρχαίο ρήμα οράω-ορώ (βλέπω, κοιτάζω, είμαι στραμμένος, προσέχω, προνοώ) με συνδέει με τις λέξεις είδωλο, ιδέα, ιδεατός, όλες σχετικές με τη λειτουργία της όρασης και της νόησης επίσης. Στο ποιητικό ιδίωμα της ποιήτριας υπάρχουν πολλές λέξεις από τη θρησκευτική και την αρχαία παράδοση, τόσο στα ποιήματα όσο και στους τίτλους των ποιητικών συλλογών της (Αρχάγγελος από μπετόν, Η αμνάδα των ατμών, Γη και πάλι, Ωχροτάτη έως του λευκού, Λέαινα της βιτρίνας, Η άγρυπνη των ουρανών, Στη βασιλίδα του εξώστη, Ο θάνατος και η κόρη, Προς άγνωστον, Με λύχνο και λύκους, Θαύμα ιδέσθαι), που προϊδεάζουν για την ενδοχώρα της φωνής και μας παραπέμπουν στην Ιστορία της ελληνικής γλώσσας.
Τα ολιγόστιχα ποιήματα, μερικά ακαριαία, στο Θαύμα ιδέσθαι συγκροτούν τέσσερις επιμέρους ενότητες. Την πρώτη, με τίτλο «Απόκρυφα λουτρά», με αναφορά σ’ έναν πίνακα του Ντε Κίρικο, τη διαβάζω σαν ακολουθία ζωής και θανάτου. «Βαρύ από τη ζωή/ το σώμα μου/ Ξετυλίγω τη φασκιά του/ Φτάνοντας ως τα βαθιά γεράματα της πόλης». Σ’ αυτά τα ποιήματα, κατά το πλείστον με υδάτινες εικόνες, η ηχώ της συγκρατημένης ελεγείας αγγίζει την άφευκτη συνθήκη της ύπαρξης, όπως στους στίχους «για ν’ αρπάξω την μπάλα/ που μου πετάει του Φωτός ο Ποιμένας». Γέννηση, ζωή, κρίση, θάνατος μέχρι να λήξουν τα οφειλήματα των τυραννισμένων κι αυτός που δεν κατονομάζεται στο τελευταίο ποίημα νίψει τας χείρας του και καλέσει τον υγρό δήμιο εκεί που «Τρέχει/ ζώο σε πανικό/ ο απόρρητος ρύπος».
Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Θυρίδες αινιγμάτων», μια μεταφορά που απαιτεί εξοικείωση, το ουσιαστικό θυρίδες με εισάγει σ’ έναν μικρό χώρο, μέσα σ’ έναν άλλον μεγαλύτερο. Διαβάζω στο λεξικό: «θυρίδες: ορθογώνια κουτιά […] τα οποία προορίζονται για […] φύλαξη […] πολύτιμων αντικειμένων» και σκέφτομαι τις μικρές εσοχές, λαξεμένες θήκες λατρευτικών αγαλμάτων σε αρχαία ιερά. Στα έξι ποιήματα της ενότητας κυριαρχούν σκηνές και εικόνες που δοξάζουν το δώρημα της ζωής, δεδομένης όμως της λέξης αινιγμάτων που δείχνει την αινιγματική, διττή φύση της ύπαρξης, η οποία κινείται αδιάκοπα με ζωή και θάνατο ακαταπαύστως. Εκεί κάποιος, ενδεχομένως του Φωτός ο Ποιμένας της πρώτης ενότητας, «κάθε μέρα/ θερίζει του κόσμου το φως» και τα πάντα σκιάζονται όπως στο τελευταίο ποίημα «Σέρνεται ο Ίσκιος/ πίσω απ’ την ηλιόλουστη», όπου προσλαμβάνω την ηλιόλουστη ως ουσιαστικό και δόξα του επιθέτου.
Ο τίτλος «Έναστροι» στην τρίτη ενότητα αναφέρεται, πρώτον, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σύγχρονα, μυθολογικά, ιστορικά και, δεύτερον, στην οντότητα, την πόλη Αθήνα – λέξη, με ανεβασμένο κατά μία συλλαβή τον τόνο από το όνομα Αθηνά, βαφτιστικό της ποιήτριας και της μεγάλης αρχαίας θεάς της σοφίας. Εδώ έχουμε και το μεγαλύτερο ποίημα της συλλογής, «Οι Έναστροι», με επιτόπου γείωση στο πραγματικό από τους προϊστορικούς, μυθικούς προπάτορες και τους ιστορικούς χρόνους, όταν «η Κεχαριτωμένη/ Κάποτε πρόσφερε/ στη γη ένα σωτήρα/ Ακόμα ένα στους έναστρους προπάτορες», μέχρι το σήμερα. Η Μωρή Αθήνα, η Σοφή Αθήνα κυριαρχεί με τη σημερινή παρουσία της σ’ αυτή την ενότητα και «Λάμπει αληθινή σε όλες τις αιχμές της/ Πυκνή από αγάπη/ Κι ολόγυρά της συναγερμοί».
Μετά τις ιστορικές νύξεις της προηγούμενης ενότητας, βρισκόμαστε «Στο κέντρο της πόλης», την τέταρτη ενότητα, η οποία περιλαμβάνει δέκα ποιήματα περιγράφοντας το σήμερα με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Στενά Δουλείας», «Στα έσχατα», «Πλατεία ανάργυρη». Η ποιήτρια, γεννημένη στην Αθήνα, πρόλαβε την εποχή πριν η πόλη κατακτιστεί και γεμίσει πολυκατοικίες. «Εδώ ας σταθώ,/ Στα γενέθλια στενά,/ γωνία Ηπείρου και Λιοσίων./ Ν’ αφουγκραστώ/ τον αλειτούργητο,/ των φτωχών πλανήτη». Αυτή η περιοχή της πόλης, όπου η μάνα «με κοσμήματα σεμνά» έβγαινε για μια βόλτα, είναι τώρα γεμάτη ξένους. Ο μετανάστης, ο εξόριστος, ο ξένος, ο φτωχός, ένα πλήθος αμέτρητο αφού δεν έχουμε πλήρη καταγραφή, έχουν εδώ την τιμητική τους. Με συμπάθεια για τον πλησίον, τον άνθρωπο που «Κρυφά με τα ξυλάρμενα έφτασε/ οι συμφορές στα ρούχα του/ μαύρες τρύπες άνοιγαν/ απ’ όπου την παλάμη έβγαζε/ να διακονεύει», ορίζεται ο ξένιος τρόπος δεξίωσης της διαφοράς, που προσθέτει στον συγκρατημένο λυρισμό της ποιήτριας πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις.
Το κλείσιμο της τέταρτης και τελευταίας ενότητας, με τίτλο «Ο απομηχανής Θεός», με το δίστιχο «Λεπτοτάτη του έαρος/ Αθήνα μου» ανάλογο με το ωραίο κλασικό προφίλ με τα ευφρόσυνα χρώματα που κοσμεί το εξώφυλλο, έργο του ζωγράφου Ανδρέα Καράμπελα, ισορροπεί τις αντιθέσεις και τα δεινά. Η μετοχή στην έκφραση της ποιήτριας δεν είναι εύκολη. Διαβάζοντας με υπομονή και προσοχή το Θαύμα ιδέσθαι, έχω την εντύπωση ότι προσέγγισα κάπως το υλικό της και την ενδοχώρα της φωνής. Στην εποχή μας, που η αποθέωση της απουσίας της μορφής στις εικαστικές τέχνες και η διαβόητη διολίσθηση του νοήματος έχουν τόσους πιστούς, θεωρώ κατόρθωμα το να μπορεί μια λογοτεχνική μορφή να με οδηγήσει πιο πέρα απ’ την περιοχή των ατομικών αισθημάτων. Η αναφορά στις γνωστικές περιοχές απ’ όπου νοηματοδοτούνται οι λειτουργικές μεταφορές και οι εικόνες της ποίησης της Αθηνάς Παπαδάκη θα απαιτούσε πολύ χρόνο. Με δωρικό βηματισμό, κυριαρχημένο συναίσθημα και ελλειπτικό, λακωνικό λόγο, οι οντολογικές διανοίξεις, τόσο συχνές στην ποίησή της, προικίζουν τα ποιήματα με το ρίγος του ύψους και τα γειώνουν στην περιοχή του πραγματικού. Με σχεδόν σαράντα χρόνων αδιάλειπτη εκδοτική παρουσία, η ποιήτρια καταθέτει την ευαισθησία της και μας συνδέει με πολλά.
Το βιβλίο εκδόθηκε με προσωπική φροντίδα και διατίθεται στο Έναστρον, Σόλωνος 101, Αθήνα.
Θαύμα ιδέσθαι
Αθηνά Παπαδάκη
εικονογράφηση: Ανδρέας Καράμπελας
Ιδιωτική έκδοση
55 σελ.